- σεληνιούχος
- -α, -οό,τι περιέχει σελήνιο: Σεληνιούχα ορυκτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεληνιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. χημ. αυτός που περιέχει σελήνιο (α. «σεληνιούχες ενώσεις» β. «σεληνιούχο κάδμιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνιο + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
ναουμανίτης — ο (ορυκτολ.) ορυκτός σεληνιούχος άργυρος που κρυσταλλώνεται κατά το κυβικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. naumannite < γερμ. Naumannit < Karl Naumann, όν. Γερμανού μεταλλλειολόγου] … Dictionary of Greek